τειχοσείστρια

τειχοσείστρια
ἡ, Μ
βλ. τειχοσείστης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τειχοσείστης — ό, θηλ. τειχοσείστρια, Μ αυτός που σείει, που κλονίζει το τείχος («τούς τειχοσείστας λίθους», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + σειστής (< σείω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”